κακοταίριαστος

κακοταίριαστος
-η, -ο
αυτός που δεν ταιριάζει καλά με άλλον: Το αντρόγυνο αυτό είναι κακοταίριαστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοταίριαστος — και κακοταίριαχτος, η, ο αυτός που δεν ταιριάζει καλά με κάποιον ή με κάτι, αταίριαστος, ασυνταίριαστος («κακοταίριαστο ζευγάρι») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”